Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εθναρχικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εθναρχικ
ός
η
εθναρχικ
ή
το
εθναρχικ
ό
γενική
του
εθναρχικ
ού
της
εθναρχικ
ής
του
εθναρχικ
ού
αιτιατική
τον
εθναρχικ
ό
την
εθναρχικ
ή
το
εθναρχικ
ό
κλητική
εθναρχικ
έ
εθναρχικ
ή
εθναρχικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εθναρχικ
οί
οι
εθναρχικ
ές
τα
εθναρχικ
ά
γενική
των
εθναρχικ
ών
των
εθναρχικ
ών
των
εθναρχικ
ών
αιτιατική
τους
εθναρχικ
ούς
τις
εθναρχικ
ές
τα
εθναρχικ
ά
κλητική
εθναρχικ
οί
εθναρχικ
ές
εθναρχικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εθναρχικός
<
εθνάρχης
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
εθναρχικός, -ή, -ό
που έχει
σχέση
με τον
εθνάρχη
ή την
εθναρχία
ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
εθνάρχης
,
έθνος
και
άρχω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εθναρχικός