nacio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nacio | nacioj |
αιτιατική | nacion | naciojn |
nacio (eo)
- το έθνος
- diversaj nacioj de la mondo, διάφορα έθνη του κόσμου
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nacio | nacioj |
αιτιατική | nacion | naciojn |
nacio (eo)