internacia
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | internacia | internaciaj |
αιτιατική | internacian | internaciajn |
internacia (eo)
- la problemoj de la internacia komunikado - τα προβλήματα της διεθνούς επικοινωνίας
- internacia kontrakto - διεθνές συμβόλαιο