international
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˌɪn.təˈnæʃ.nəl/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
international (en)
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
- International Organization for Standardization (ISO)
- International System of Units (SI)
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛ̃.tɛʁ.na.sjɔ.nal/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | international | internationaux |
θηλυκό | internationale | internationales |
international (fr)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
international (fr) αρσενικό
l'international
- (οικείο) το εξωτερικό
- travailler à l'international - εργάζομαι στο εξωτερικό
l'internationale
- η κομουνιστική διεθνής