Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διεθνοποιώ < διεθνής + -ο- + -ποιώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική internationaliser)

  Ρήμα επεξεργασία

διεθνοποιώ (παθητική φωνή: διεθνοποιούμαι)

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία