↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διεθνοποιημένος η διεθνοποιημένη το διεθνοποιημένο
      γενική του διεθνοποιημένου της διεθνοποιημένης του διεθνοποιημένου
    αιτιατική τον διεθνοποιημένο τη διεθνοποιημένη το διεθνοποιημένο
     κλητική διεθνοποιημένε διεθνοποιημένη διεθνοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διεθνοποιημένοι οι διεθνοποιημένες τα διεθνοποιημένα
      γενική των διεθνοποιημένων των διεθνοποιημένων των διεθνοποιημένων
    αιτιατική τους διεθνοποιημένους τις διεθνοποιημένες τα διεθνοποιημένα
     κλητική διεθνοποιημένοι διεθνοποιημένες διεθνοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διεθνοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διεθνοποιώ < διά + έθνος + ποιώ

διεθνοποιημένος

  1. αυτός που βρίσκεται ενταγμένος σε ένα ή πολλά ευρύτερα σχήματα διεθνών οργανισμών
  2. (για κράτη ή διεθνείς οργανισμούς) αυτός που βρίσκεται αναμεμειγμένος σε διμερείς ή πολυμερείς σχέσεις

  Μεταφράσεις

επεξεργασία