διεθνοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διεθνοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διεθνοποιώ < διά + έθνος + ποιώ
Μετοχή
επεξεργασίαδιεθνοποιημένος
- αυτός που βρίσκεται ενταγμένος σε ένα ή πολλά ευρύτερα σχήματα διεθνών οργανισμών
- (για κράτη ή διεθνείς οργανισμούς) αυτός που βρίσκεται αναμεμειγμένος σε διμερείς ή πολυμερείς σχέσεις
Μεταφράσεις
επεξεργασία διεθνοποιημένος