αποδιεθνοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποδιεθνοποιώ < απο- + διεθνοποιώ
Ρήμα
επεξεργασίααποδιεθνοποιώ (παθητική φωνή: αποδιεθνοποιούμαι)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αποδιεθνοποίηση
- → δείτε τις λέξεις από, διεθνοποιώ, διεθνής, έθνος και ποιώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποδιεθνοποιώ | αποδιεθνοποιούσα | θα αποδιεθνοποιώ | να αποδιεθνοποιώ | αποδιεθνοποιώντας | |
β' ενικ. | αποδιεθνοποιείς | αποδιεθνοποιούσες | θα αποδιεθνοποιείς | να αποδιεθνοποιείς | (αποδιεθνοποίει) | |
γ' ενικ. | αποδιεθνοποιεί | αποδιεθνοποιούσε | θα αποδιεθνοποιεί | να αποδιεθνοποιεί | ||
α' πληθ. | αποδιεθνοποιούμε | αποδιεθνοποιούσαμε | θα αποδιεθνοποιούμε | να αποδιεθνοποιούμε | ||
β' πληθ. | αποδιεθνοποιείτε | αποδιεθνοποιούσατε | θα αποδιεθνοποιείτε | να αποδιεθνοποιείτε | αποδιεθνοποιείτε | |
γ' πληθ. | αποδιεθνοποιούν(ε) | αποδιεθνοποιούσαν(ε) | θα αποδιεθνοποιούν(ε) | να αποδιεθνοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποδιεθνοποίησα | θα αποδιεθνοποιήσω | να αποδιεθνοποιήσω | αποδιεθνοποιήσει | ||
β' ενικ. | αποδιεθνοποίησες | θα αποδιεθνοποιήσεις | να αποδιεθνοποιήσεις | αποδιεθνοποίησε | ||
γ' ενικ. | αποδιεθνοποίησε | θα αποδιεθνοποιήσει | να αποδιεθνοποιήσει | |||
α' πληθ. | αποδιεθνοποιήσαμε | θα αποδιεθνοποιήσουμε | να αποδιεθνοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | αποδιεθνοποιήσατε | θα αποδιεθνοποιήσετε | να αποδιεθνοποιήσετε | αποδιεθνοποιήστε | ||
γ' πληθ. | αποδιεθνοποίησαν αποδιεθνοποιήσαν(ε) |
θα αποδιεθνοποιήσουν(ε) | να αποδιεθνοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποδιεθνοποιήσει | είχα αποδιεθνοποιήσει | θα έχω αποδιεθνοποιήσει | να έχω αποδιεθνοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποδιεθνοποιήσει | είχες αποδιεθνοποιήσει | θα έχεις αποδιεθνοποιήσει | να έχεις αποδιεθνοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποδιεθνοποιήσει | είχε αποδιεθνοποιήσει | θα έχει αποδιεθνοποιήσει | να έχει αποδιεθνοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποδιεθνοποιήσει | είχαμε αποδιεθνοποιήσει | θα έχουμε αποδιεθνοποιήσει | να έχουμε αποδιεθνοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποδιεθνοποιήσει | είχατε αποδιεθνοποιήσει | θα έχετε αποδιεθνοποιήσει | να έχετε αποδιεθνοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποδιεθνοποιήσει | είχαν αποδιεθνοποιήσει | θα έχουν αποδιεθνοποιήσει | να έχουν αποδιεθνοποιήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποδιεθνοποιώ
|