Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποδιεθνοποιώ < απο- + διεθνοποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

αποδιεθνοποιώ (παθητική φωνή: αποδιεθνοποιούμαι)

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία