Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διεθνοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος διεθνοποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

διεθνοποιούμαι (συνηθως στο τρίτο πρόσωπο για αφηρημένες έννοιες)

  • παίρνω διεθνείς διαστάσεις, ξεφεύγω από τα σύνορα μιας χώρας
  • το πρόβλημα του ιού έμπολα διεθνοποιήθηκε επειδή πλέον Αμερικανοι και Ευρωπαίοι αντιλαμβάνονται ότι μπορεί να περάσει τα σύνορά τους

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία