αποδιεθνοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποδιεθνοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποδιεθνοποιώ
Μετοχή
επεξεργασίααποδιεθνοποιημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη αποδιεθνοποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποδιεθνοποιημένος
|