↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποδιεθνοποιημένος η αποδιεθνοποιημένη το αποδιεθνοποιημένο
      γενική του αποδιεθνοποιημένου της αποδιεθνοποιημένης του αποδιεθνοποιημένου
    αιτιατική τον αποδιεθνοποιημένο την αποδιεθνοποιημένη το αποδιεθνοποιημένο
     κλητική αποδιεθνοποιημένε αποδιεθνοποιημένη αποδιεθνοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποδιεθνοποιημένοι οι αποδιεθνοποιημένες τα αποδιεθνοποιημένα
      γενική των αποδιεθνοποιημένων των αποδιεθνοποιημένων των αποδιεθνοποιημένων
    αιτιατική τους αποδιεθνοποιημένους τις αποδιεθνοποιημένες τα αποδιεθνοποιημένα
     κλητική αποδιεθνοποιημένοι αποδιεθνοποιημένες αποδιεθνοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποδιεθνοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποδιεθνοποιώ

αποδιεθνοποιημένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη αποδιεθνοποιώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία