διεθνολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδιεθνολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) πολιτικός επιστήμονας που ειδικεύεται σε ζητήματα της διεθνούς πολιτικής και των διεθνών σχέσεων
Μεταφράσεις
επεξεργασία διεθνολόγος
|