Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυεθνικός η πολυεθνική το πολυεθνικό
      γενική του πολυεθνικού της πολυεθνικής του πολυεθνικού
    αιτιατική τον πολυεθνικό την πολυεθνική το πολυεθνικό
     κλητική πολυεθνικέ πολυεθνική πολυεθνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυεθνικοί οι πολυεθνικές τα πολυεθνικά
      γενική των πολυεθνικών των πολυεθνικών των πολυεθνικών
    αιτιατική τους πολυεθνικούς τις πολυεθνικές τα πολυεθνικά
     κλητική πολυεθνικοί πολυεθνικές πολυεθνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυεθνικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

πολυεθνικός, -ή, -ό

  1. που περιλαμβάνει πολλά έθνη
  2. που ασκεί τη δράση του σε πολλά κράτη

  Μεταφράσεις επεξεργασία