πολυεθνική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπολυεθνική θηλυκό
- η πολυεθνική εταιρεία, η εταιρεία που έχει παραρτήματα σε πολλές χώρες
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολυεθνική
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπολυεθνική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του πολυεθνικός