Ουσιαστικό

επεξεργασία

lingua (gl)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
lingua lingue

lingua (it) θηλυκό



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

lingua (la) θηλυκό