lingua
Γαλικιανά (gl) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
lingua (gl)
- το αισθητήριο όργανο της γλώσσας
Ιταλικά (it) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
lingua | lingue |
lingua (it) θηλυκό
- η γλώσσα
Λατινικά (la) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
lingua (la) θηλυκό
- η γλώσσα