↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λαβυρινθώδης η λαβυρινθώδης το λαβυρινθώδες
      γενική του λαβυρινθώδους της λαβυρινθώδους του λαβυρινθώδους
    αιτιατική τον λαβυρινθώδη τη λαβυρινθώδη το λαβυρινθώδες
     κλητική λαβυρινθώδη(ς) λαβυρινθώδης λαβυρινθώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λαβυρινθώδεις οι λαβυρινθώδεις τα λαβυρινθώδη
      γενική των λαβυρινθωδών των λαβυρινθωδών των λαβυρινθωδών
    αιτιατική τους λαβυρινθώδεις τις λαβυρινθώδεις τα λαβυρινθώδη
     κλητική λαβυρινθώδεις λαβυρινθώδεις λαβυρινθώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λαβυρινθώδης < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

λαβυρινθώδης -ης -ες

  1. που μοιάζει με λαβύρινθο
  2. (μεταφορικά) που ακολουθεί πολύπλοκες διαδρομές
    λαβυρινθώδες μυθιστόρημα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία