↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλατερός η αλατερή το αλατερό
      γενική του αλατερού της αλατερής του αλατερού
    αιτιατική τον αλατερό την αλατερή το αλατερό
     κλητική αλατερέ αλατερή αλατερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλατεροί οι αλατερές τα αλατερά
      γενική των αλατερών των αλατερών των αλατερών
    αιτιατική τους αλατερούς τις αλατερές τα αλατερά
     κλητική αλατεροί αλατερές αλατερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλατερός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική *ἀλατερός < ἀλάτι + -ερός[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

αλατερός

  1. που (περι)έχει πολύ αλάτι
  2. (ουσιαστικοποιημένο) αλατερή
  3. (ουσιαστικοποιημένο) αλατερό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία