Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραδιπλανός η παραδιπλανή το παραδιπλανό
      γενική του παραδιπλανού της παραδιπλανής του παραδιπλανού
    αιτιατική τον παραδιπλανό την παραδιπλανή το παραδιπλανό
     κλητική παραδιπλανέ παραδιπλανή παραδιπλανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραδιπλανοί οι παραδιπλανές τα παραδιπλανά
      γενική των παραδιπλανών των παραδιπλανών των παραδιπλανών
    αιτιατική τους παραδιπλανούς τις παραδιπλανές τα παραδιπλανά
     κλητική παραδιπλανοί παραδιπλανές παραδιπλανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραδιπλανός < παραδίπλα + -ανός

  Επίθετο επεξεργασία

παραδιπλανός

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία