Ετυμολογία

επεξεργασία
διπλαρώνω < διπλάρι + -ώνω < διπλός

διπλαρώνω

  1. βρίσκομαι συνεχώς (συνήθως για ιδιοτελείς σκοπούς) δίπλα σε κάποιον
  2. (ναυτικός όρος) πλευρίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία