Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διπλαρώνω < διπλάρι + -ώνω < διπλός

  Ρήμα επεξεργασία

διπλαρώνω

  1. βρίσκομαι συνεχώς (συνήθως για ιδιοτελείς σκοπούς) δίπλα σε κάποιον
  2. (ναυτικός όρος) πλευρίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία