πλευρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπλευρίζω
- (για σκάφος) πλησιάζω και ακουμπάω στην προκυμαία ή σε άλλο πλοίο με τη μία πλευρά
- ※ Το καΐκι θα στεκότανε στ' ανοιχτά - ποτέ δεν πλευρίζανε τα καΐκια στην έρημη ακρογιαλιά που απλωνότανε κάτω απ' τα πόδια του χωριού μας. (Σωτήρης Πατατζής Νεράιδα του βυθού [διήγημα])
- (μεταφορικά) (για άνθρωπο) πλησιάζω, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, κάποιον δήθεν για εξυπηρέτηση
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πλευρίζω | πλεύριζα | θα πλευρίζω | να πλευρίζω | πλευρίζοντας | |
β' ενικ. | πλευρίζεις | πλεύριζες | θα πλευρίζεις | να πλευρίζεις | πλεύριζε | |
γ' ενικ. | πλευρίζει | πλεύριζε | θα πλευρίζει | να πλευρίζει | ||
α' πληθ. | πλευρίζουμε | πλευρίζαμε | θα πλευρίζουμε | να πλευρίζουμε | ||
β' πληθ. | πλευρίζετε | πλευρίζατε | θα πλευρίζετε | να πλευρίζετε | πλευρίζετε | |
γ' πληθ. | πλευρίζουν(ε) | πλεύριζαν πλευρίζαν(ε) |
θα πλευρίζουν(ε) | να πλευρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πλεύρισα | θα πλευρίσω | να πλευρίσω | πλευρίσει | ||
β' ενικ. | πλεύρισες | θα πλευρίσεις | να πλευρίσεις | πλεύρισε | ||
γ' ενικ. | πλεύρισε | θα πλευρίσει | να πλευρίσει | |||
α' πληθ. | πλευρίσαμε | θα πλευρίσουμε | να πλευρίσουμε | |||
β' πληθ. | πλευρίσατε | θα πλευρίσετε | να πλευρίσετε | πλευρίστε | ||
γ' πληθ. | πλεύρισαν πλευρίσαν(ε) |
θα πλευρίσουν(ε) | να πλευρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πλευρίσει | είχα πλευρίσει | θα έχω πλευρίσει | να έχω πλευρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις πλευρίσει | είχες πλευρίσει | θα έχεις πλευρίσει | να έχεις πλευρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει πλευρίσει | είχε πλευρίσει | θα έχει πλευρίσει | να έχει πλευρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πλευρίσει | είχαμε πλευρίσει | θα έχουμε πλευρίσει | να έχουμε πλευρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε πλευρίσει | είχατε πλευρίσει | θα έχετε πλευρίσει | να έχετε πλευρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πλευρίσει | είχαν πλευρίσει | θα έχουν πλευρίσει | να έχουν πλευρίσει |
|