διπλά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαδιπλά < διπλός
Επίρρημα
επεξεργασίαδιπλά
- δύο φορές ή με δύο διαφορετικούς τρόπους ή για δύο διαφορετικούς λόγους
- το νέο της επιδημίας στη μακρινή χώρα μάς ανησύχησε διπλά, πρώτα για την τύχη των αγαπημένων μας προσώπων που ζουν εκεί και ύστερα για την πιθανότητα εξάπλωσής της
Μεταφράσεις
επεξεργασία διπλά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαδιπλά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διπλό