twice
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαtwice (en) (χωρίς παραθετικά)
- δύο φορές, δις
- ⮡ The teacher examines their students twice a year.
- Ο καθηγητής ελέγχει τους μαθητές δύο φορές τον χρόνο.
- ⮡ We do it twice.
- Το κάνουμε δις.
- ⮡ The teacher examines their students twice a year.
- διπλάσια
- ⮡ This way, it will be twice as profitable, as they will have sold at high prices and bought at lower ones.
- Έτσι, θα είναι διπλάσια κερδισμένοι, καθώς θα έχουν πουλήσει σε υψηλές τιμές και θα έχουν αγοράσει σε χαμηλότερες.
- ⮡ This way, it will be twice as profitable, as they will have sold at high prices and bought at lower ones.