Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διπλό < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διπλό ουδέτερο

  1. (για φιλικό παιχνίδι ή παιχνίδι προπόνησης) που παίζεται κανονικά, σε όλο το γήπεδο, σε αντίθεση με το μονό που παίζεται μόνο στο ένα μέρος
  2. το σημείο 2 στο ΠΡΟΠΟ που δείχνει (ή προβλέπει) νίκη της δεύτερης ομάδας, η οποία θεωρείται ότι παίζει εκτός έδρας
  3. (κατ’ επέκταση) νίκη της φιλοξενούμενης ομάδας

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

διπλό