διπλό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διπλό < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
διπλό ουδέτερο
- (για φιλικό παιχνίδι ή παιχνίδι προπόνησης) που παίζεται κανονικά, σε όλο το γήπεδο, σε αντίθεση με το μονό που παίζεται μόνο στο ένα μέρος
- το σημείο 2 στο ΠΡΟΠΟ που δείχνει (ή προβλέπει) νίκη της δεύτερης ομάδας, η οποία θεωρείται ότι παίζει εκτός έδρας
- (κατ’ επέκταση) νίκη της φιλοξενούμενης ομάδας
Μεταφράσεις επεξεργασία
διπλό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
διπλό