δίζυγο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δίζυγο | τα | δίζυγα |
γενική | του | δίζυγου | των | δίζυγων |
αιτιατική | το | δίζυγο | τα | δίζυγα |
κλητική | δίζυγο | δίζυγα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδίζυγο ουδέτερο
- όργανο γυμναστικής με δύο παράλληλες μεταξύ τους και οριζόντιες προς το έδαφος δοκούς που στηρίζονται σε άλλες (κάθετες στο έδαφος)
- (αθλητισμός) το σχετικό άθλημα