όργανο γυμναστικής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | όργανο γυμναστικής | τα | όργανα γυμναστικής |
γενική | του | οργάνου γυμναστικής | των | οργάνων γυμναστικής |
αιτιατική | το | όργανο γυμναστικής | τα | όργανα γυμναστικής |
κλητική | όργανο γυμναστικής | όργανα γυμναστικής | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- όργανο γυμναστικής < → δείτε τις λέξεις όργανο και γυμναστική
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαόργανο γυμναστικής ουδέτερο
- (αθλητισμός) όργανο (μονόζυγο, στατικό ποδήλατο κ.ά.) που χρησιμοποιείται από κάποιον που γυμνάζεται
Μεταφράσεις
επεξεργασία όργανο γυμναστικής
|