Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοντοζυγώνω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

κοντοζυγώνω

  • πλησιάζω σε κάποιο τόπο ή χρονικό σημείο

  Μεταφράσεις επεξεργασία