ζυγωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζυγωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ζυγώνω
Μετοχή επεξεργασία
ζυγωμένος, -η, -ο
- που έχει ζυγώσει, που έχει πλησιάσει (κάποιον ή κάτι), που συνηθίζει να ζει σε κάποιο περιβάλλον
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζυγωμένος
|