accostare
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- accostare < (κληρονομημένο) μεσαιωνική λατινική accostare (accosto) < λατινική costa < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kost-
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: ακοστάρω
Ρήμα
επεξεργασίαaccostare (it) → δείτε τη λέξη accosto
Αντώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- accostare / αναζήτηση: accostare - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).