• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

accostare

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ιταλικά (it)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Αντώνυμα
      • 1.2.2 Πηγές

Ιταλικά (it)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
accostare < (κληρονομημένο) μεσαιωνική λατινική accostare (accosto) < λατινική costa < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kost-
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: ακοστάρω

Ρήμα

επεξεργασία

accostare (it) → δείτε τη λέξη accosto

  1. πλησιάζω, προσεγγίζω
  2. (ναυτικός όρος) ακοστάρω
  3. ταιριάζω

Αντώνυμα

επεξεργασία
  • scostare

Πηγές

επεξεργασία
  • accostare / αναζήτηση: accostare - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=accostare&oldid=5684338"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2023, στις 10:17

Γλώσσες

    • English
    • Español
    • Français
    • Galego
    • Magyar
    • Bahasa Indonesia
    • Ido
    • Italiano
    • 日本語
    • 한국어
    • Lombard
    • Malagasy
    • Polski
    • Română
    • Русский
    • Türkçe
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2023, στις 10:17.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας