ακοστάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακοστάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική accostare < μεσαιωνική λατινική accosto < λατινική costa < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kost-
Ρήμα
επεξεργασίαακοστάρω
- (ναυτικός όρος) (για πλοίο) πλευρίζω (στην ακτή ή σε άλλο πλεούμενο)
- (μεταφορικά) φλερτάρω