coast
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
coast | coasts |
coast (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | coast |
γ΄ ενικό ενεστώτα | coasts |
αόριστος | coasted |
παθητική μετοχή | coasted |
ενεργητική μετοχή | coasting |
coast (en)
- (αμετάβατο) κυλώ, για ένα όχημα που κινείται γρήγορα και ομαλά, χωρίς να καταναλώνει πολλή ενέργεια
- ⮡ We were coasting down/along the new road.
- Κυλούσαμε μαλακά στο νέο δρόμο.
- ⮡ We were coasting down/along the new road.
- (αμετάβατο, ναυτικός όρος) παραπλέω