Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
coast coasts

coast (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • (γεωγραφία) η ακτή
    ⮡  They sailed near the coast.
    Έπλευσαν κοντά στις ακτές.
    ⮡  We are five miles off the coast.
    Είμαστε πέντε μίλια από την ακτή.
    ⮡  The village is on the coast.
    Το χωριό είναι στην ακτή.
     συνώνυμα: shore
ενεστώτας coast
γ΄ ενικό ενεστώτα coasts
αόριστος coasted
παθητική μετοχή coasted
ενεργητική μετοχή coasting

coast (en)

  1. (αμετάβατο) κυλώ, για ένα όχημα που κινείται γρήγορα και ομαλά, χωρίς να καταναλώνει πολλή ενέργεια
    ⮡  We were coasting down/along the new road.
    Κυλούσαμε μαλακά στο νέο δρόμο.
  2. (αμετάβατο, ναυτικός όρος) παραπλέω