Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σταυρουλάκι τα σταυρουλάκια
      γενική
    αιτιατική το σταυρουλάκι τα σταυρουλάκια
     κλητική σταυρουλάκι σταυρουλάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταυρουλάκι < υποκοριστικό του σταυρός, σταυρούλ(ης) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σταυρουλάκι ουδέτερο

  • υποκοριστικό υποκοριστικού της λέξης σταυρός, μικρός σταυρός
    Α! τι έπαθα! έχασα το σταυρούλη μου, το σταυρουλάκι μου...

Ταυτόσημο επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία