Δείτε επίσης: τζουράς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τζούρα οι τζούρες
      γενική της τζούρας
    αιτιατική την τζούρα τις τζούρες
     κλητική τζούρα τζούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τζούρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζούρα[1] < σούρα < σουρώνω < ελληνιστική κοινή σειρόω / σειρῶ (σημασιολογικό δάνειο από την τουρκική cüra[2])

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈd͡zuɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τζού‐ρα
τονικό παρώνυμο: τζουρά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τζούρα θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο) ρουφηξιά από τσιγάρο ή ναρκωτικό
  2. (κατ’ επέκταση) μικρή ποσότητα
     συνώνυμα: (υγρού / ποτού') γουλιά, στάλα, σταλιά
     συνώνυμα: (σκόνης) πρέζα

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. τζούρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.