τζουράς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τζουράς | οι | τζουράδες |
γενική | του | τζουρά | των | τζουράδων |
αιτιατική | τον | τζουρά | τους | τζουράδες |
κλητική | τζουρά | τζουράδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τζουράς < (άμεσο δάνειο) τουρκική cura + -άς
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /d͡zuˈɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τζου‐ράς
Ουσιαστικό επεξεργασία
τζουράς αρσενικό
- (μουσικό όργανο) παραδοσιακό νυκτό έγχορδο μουσικό όργανο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- τζουράς στη Βικιπαίδεια