cura
Λατινικά (la)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- cura < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷeis- (προσέχω, φροντίζω)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
cura (la) θηλυκό
ΚλίσηΕπεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | cura | curae |
γενική | curae | curārum |
δοτική | curae | curīs |
αιτιατική | curam | curās |
κλητική | cura | curae |
αφαιρετική | curā | curīs |