ζούρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζούρα | οι | ζούρες |
γενική | της | ζούρας | των | (ζουρών) |
αιτιατική | τη | ζούρα | τις | ζούρες |
κλητική | ζούρα | ζούρες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζούρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζούρα, σούρα[1] < βενετική / ιταλικά usura < λατινική usura < utor < πρωτοϊταλική *oitōr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃eyt- (φέρνω μαζί)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζούρα θηλυκό
- (ιδιωματικό) (παρωχημένο) καχεξία, ατροφία
- (ιδιωματικό) (παρωχημένο) κατακάθι, ίζημα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ζούρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας