ζούρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζούρια | οι | ζούριες |
γενική | της | ζούριας | των | (ζουριών) |
αιτιατική | τη | ζούρια | τις | ζούριες |
κλητική | ζούρια | ζούριες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζούρια θηλυκό
- άλλη μορφή του ζούρα