puff
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | puff |
γ΄ ενικό ενεστώτα | puffs |
αόριστος | puffed |
παθητική μετοχή | puffed |
ενεργητική μετοχή | puffing |
Ρήμα
επεξεργασίαpuff (en)
ενεστώτας | puff |
γ΄ ενικό ενεστώτα | puffs |
αόριστος | puffed |
παθητική μετοχή | puffed |
ενεργητική μετοχή | puffing |
puff (en)