ενεστώτας puff out
γ΄ ενικό ενεστώτα puffs out
αόριστος puffed out
παθητική μετοχή puffed out
ενεργητική μετοχή puffing out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
puff out < → δείτε τις λέξεις puff και out

puff out (en)

  • πετάω έξω, κάνω κάτι μεγαλύτερο γεμίζοντας με αέρα
    ⮡  I am puffing out my chest.
    Πετώ έξω το στήθος μου.