puff out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | puff out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | puffs out |
αόριστος | puffed out |
παθητική μετοχή | puffed out |
ενεργητική μετοχή | puffing out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαpuff out (en)
- πετάω έξω, κάνω κάτι μεγαλύτερο γεμίζοντας με αέρα
- ⮡ I am puffing out my chest.
- Πετώ έξω το στήθος μου.
- ⮡ I am puffing out my chest.
Πηγές
επεξεργασία- puff out - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 697. ISBN 9780194325684., λήμμα: πετώ