huff
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | huff |
γ΄ ενικό ενεστώτα | huffs |
αόριστος | huffed |
παθητική μετοχή | huffed |
ενεργητική μετοχή | huffing |
Ρήμα
επεξεργασίαhuff (en)
- ξεφυσάω/ξεφυσώ, για να δηλώσω αγανάκτηση, δυσανασχέτηση, κούραση
ενεστώτας | huff |
γ΄ ενικό ενεστώτα | huffs |
αόριστος | huffed |
παθητική μετοχή | huffed |
ενεργητική μετοχή | huffing |
huff (en)