ρουφήχτρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρουφήχτρα | οι | ρουφήχτρες |
γενική | της | ρουφήχτρας | — | |
αιτιατική | τη | ρουφήχτρα | τις | ρουφήχτρες |
κλητική | ρουφήχτρα | ρουφήχτρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρουφήχτρα < ρουφάω / ρουφώ, θέμα ρουφηκ- (όπως στο ρούφηξα) + -τρα με ανομοίωση τρόπου άρθρωσης [kt] > [xt]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾuˈfi.xtɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρου‐φή‐χτρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρουφήχτρα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
που πίνει πολύ και μεθάει
→ δείτε τη λέξη πότης |
Πηγές επεξεργασία
- ρουφήχτρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ρουφήχτρα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)