↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρουφήχτρα οι ρουφήχτρες
      γενική της ρουφήχτρας
    αιτιατική τη ρουφήχτρα τις ρουφήχτρες
     κλητική ρουφήχτρα ρουφήχτρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρουφήχτρα < ρουφάω / ρουφώ, θέμα ρουφηκ- (όπως στο ρούφηξα) + -τρα με ανομοίωση τρόπου άρθρωσης [kt] > [xt]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɾuˈfi.xtɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρου‐φή‐χτρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρουφήχτρα θηλυκό

  1. στρόβιλος, δίνη μέσα σε θάλασσες και ωκεανούς
     συνώνυμα: ρούφουλας
  2. (μεταφορικά) που πίνει πολύ, που μεθάει
     συνώνυμα: πότης

  Μεταφράσεις

επεξεργασία