ρούφουλας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ρούφουλας | οι | ρούφουλες |
γενική | του | ρούφουλα | των | ρούφουλων |
αιτιατική | τον | ρούφουλα | τους | ρούφουλες |
κλητική | ρούφουλα | ρούφουλες | ||
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρούφουλας < ρέφουλα + -ας (παρετυμολογικά από το ρουφώ)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρούφουλας αρσενικό
- (ιδιωματικό, λαϊκότροπο, άνεμος) ανεμοστρόβιλος
- (ιδιωματικό, λαϊκότροπο) ρουφήχτρα (σε υδάτινο περιβάλλον)
Συγγενικά επεξεργασία
- ανεμορούφουλας
- (παρετυμολογικά) → δείτε τη λέξη ρουφώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρούφουλας
|