ενεστώτας slurp
γ΄ ενικό ενεστώτα slurps
αόριστος slurped
παθητική μετοχή slurped
ενεργητική μετοχή slurping

slurp (en)

  • ρουφώ
    ⮡  I slurp the soup
    ρουφάω τη σούπα