↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεχόμενος η ανεχόμενη το ανεχόμενο
      γενική του ανεχόμενου της ανεχόμενης του ανεχόμενου
    αιτιατική τον ανεχόμενο την ανεχόμενη το ανεχόμενο
     κλητική ανεχόμενε ανεχόμενη ανεχόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεχόμενοι οι ανεχόμενες τα ανεχόμενα
      γενική των ανεχόμενων των ανεχόμενων των ανεχόμενων
    αιτιατική τους ανεχόμενους τις ανεχόμενες τα ανεχόμενα
     κλητική ανεχόμενοι ανεχόμενες ανεχόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανεχόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα ανέχομαι

ανεχόμενος, -η, -ο

  • αυτός που ανέχεται, με το να ανέχεται κάποιος κάτι
  • Δεν θα βρεις το δίκιο σου ανεχόμενος να σε μειώνουν

  Μεταφράσεις

επεξεργασία