ενικός         πληθυντικός  
stance stances

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

stance (en)

  1. η στάση, η θέση, ο τρόπος που αντιμετωπίζει κάποιος κάτι
    ⮡  my stance on the problem - η στάση μου σ' αυτό το πρόβλημα
    ⮡  What is your stance on this issue?
    Ποια είναι η θέση σου σ' αυτό το θέμα;
  2. η στάση, η θέση, ο τρόπος που στέκεται κανείς
    ⮡  Look at her stance in this photograph!
    Κοίταξε τη στάση της σ' αυτή τη φωτογραφία!
    ⮡  the goalkeeper’s stance - η θέση του τερματοφύλακα