πιάτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πιάτσα | οι | πιάτσες |
γενική | της | πιάτσας | — | |
αιτιατική | την | πιάτσα | τις | πιάτσες |
κλητική | πιάτσα | πιάτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πιάτσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική piazza < λατινική platea (φαρδύς δρόμος πόλης) < αρχαία ελληνική πλατεῖα (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπιάτσα θηλυκό
- η αγορά
- το μέρος που γίνονται συναλλαγές
- (συνεκδοχικά) το σύνολο των ατόμων που κάνουν συναλλαγές
- (κατ’ επέκταση) το σύνολο ατόμων ενός επαγγέλματος
- δρόμος ή πλατεία όπου περιμένει κάποιος τους πελάτες του
- (ειδικότερα) η πιάτσα ταξί, το σημείο που σταθμεύουν ταξί
- θα βρεις ταξί στην πιάτσα, στην άλλη γωνία
- (ειδικότερα) η πιάτσα ταξί, το σημείο που σταθμεύουν ταξί
- η πλατεία
Εκφράσεις
επεξεργασία- βγάζω στην πιάτσα
- βγαίνω στην πιάτσα:
- ξεκινάω, αρχίζω να κυκλοφορώ
- ψάχνω για κάτι στην αγορά
- μαθαίνω τα κόλπα της αγοράς
- εκπορνεύομαι
- κάνω πιάτσα (+ έκφραση τόπου): περιμένω τους πελάτες μου σε ένα σημείο (για τους οδηγούς ταξί και τις πόρνες του δρόμου)
- κάνει πιάτσα (χωρίς προσδιορισμό τόπου): είναι πόρνη του δρόμου
- είμαι (άνθρωπος) της πιάτσας: είμαι άτομο με εμπειρία στις συναλλαγές και στον τρόπο που λειτουργεί η αγορά, υποψιασμένος
- είμαι γνωστός στην πιάτσα: είμαι γνωστός/έχω φήμη στο χώρο/περιοχή, (μεταφορικά) έχω κακή φήμη, είμαι σεσημασμένος