piazza
Ιταλικά (it) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
piazza | piazze |
Ετυμολογία επεξεργασία
- piazza < λατινική platĕa < αρχαία ελληνική πλατεῖα
Ουσιαστικό επεξεργασία
piazza (it) θηλυκό
- η πλατεία
ενικός | πληθυντικός |
piazza | piazze |
piazza (it) θηλυκό