ακουμπάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακουμπάω < ακουμπ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀκουμπῶ (&ἀκουμπίζω, ἀκουμβίζω)[1] < πιθανόν ελληνιστική κοινή ἀκουμβέω[2] < λατινική accumbo [3][4] (=κατακλίνομαι) < accubo < ad + cubo < πρωτοϊταλική *kubāō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱewb-
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.kumˈba.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κου‐μπά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαακουμπάω, -άς.../ακουμπώ, αόρ.: ακούμπησα, παθ.φωνή: ακουμπιέμαι, π.αόρ.: ακουμπίστηκα, μτχ.π.π.: ακουμπισμένος/ακουμπημένος
- (μεταβατικό) αγγίζω κάτι ή κάποιον με το σώμα μου
- ⮡ Λέει ότι τον έσπρωξα, αλλά εγώ ίσα που τον ακούμπησα.
- (μεταβατικό) τοποθετώ κάτι σε μια σταθερή θέση
- (αμετάβατο) στηρίζομαι σε μια σταθερή επιφάνεια, γέρνω
- ⮡ Ζαλίστηκε και ακούμπησε στον τοίχο μέχρι να συνέλθει.
- (μεταφορικά) στηρίζομαι σε κάποιον, βρίσκω ηθική και υλική υποστήριξη
- Θέλω να βρω έναν άνθρωπο να ακουμπήσω
- → δείτε παράθεμα στο ακουμπώ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ακουμπάω - ακουμπώ | ακουμπούσα | θα ακουμπάω - ακουμπώ | να ακουμπάω - ακουμπώ | ακουμπώντας | |
β' ενικ. | ακουμπάς | ακουμπούσες | θα ακουμπάς | να ακουμπάς | ακούμπα - ακούμπαγε | |
γ' ενικ. | ακουμπάει - ακουμπά | ακουμπούσε | θα ακουμπάει - ακουμπά | να ακουμπάει - ακουμπά | ||
α' πληθ. | ακουμπάμε - ακουμπούμε | ακουμπούσαμε | θα ακουμπάμε - ακουμπούμε | να ακουμπάμε - ακουμπούμε | ||
β' πληθ. | ακουμπάτε | ακουμπούσατε | θα ακουμπάτε | να ακουμπάτε | ακουμπάτε | |
γ' πληθ. | ακουμπάν(ε) - ακουμπούν(ε) | ακουμπούσαν(ε) | θα ακουμπάν(ε) - ακουμπούν(ε) | να ακουμπάν(ε) - ακουμπούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ακούμπησα | θα ακουμπήσω | να ακουμπήσω | ακουμπήσει | ||
β' ενικ. | ακούμπησες | θα ακουμπήσεις | να ακουμπήσεις | ακούμπα - ακούμπησε | ||
γ' ενικ. | ακούμπησε | θα ακουμπήσει | να ακουμπήσει | |||
α' πληθ. | ακουμπήσαμε | θα ακουμπήσουμε | να ακουμπήσουμε | |||
β' πληθ. | ακουμπήσατε | θα ακουμπήσετε | να ακουμπήσετε | ακουμπήστε | ||
γ' πληθ. | ακούμπησαν ακουμπήσαν(ε) |
θα ακουμπήσουν(ε) | να ακουμπήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ακουμπήσει | είχα ακουμπήσει | θα έχω ακουμπήσει | να έχω ακουμπήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ακουμπήσει | είχες ακουμπήσει | θα έχεις ακουμπήσει | να έχεις ακουμπήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ακουμπήσει | είχε ακουμπήσει | θα έχει ακουμπήσει | να έχει ακουμπήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ακουμπήσει | είχαμε ακουμπήσει | θα έχουμε ακουμπήσει | να έχουμε ακουμπήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ακουμπήσει | είχατε ακουμπήσει | θα έχετε ακουμπήσει | να έχετε ακουμπήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ακουμπήσει | είχαν ακουμπήσει | θα έχουν ακουμπήσει | να έχουν ακουμπήσει |
|
Σημείωση: μετοχή: ακουμπημένος. Και από το ακουμπίζω, ακουμπισμένος, τύπος που επικρατεί.
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ακουμπιέμαι | ακουμπιόμουν(α) | θα ακουμπιέμαι | να ακουμπιέμαι | ||
β' ενικ. | ακουμπιέσαι | ακουμπιόσουν(α) | θα ακουμπιέσαι | να ακουμπιέσαι | ||
γ' ενικ. | ακουμπιέται | ακουμπιόταν(ε) | θα ακουμπιέται | να ακουμπιέται | ||
α' πληθ. | ακουμπιόμαστε | ακουμπιόμαστε ακουμπιόμασταν |
θα ακουμπιόμαστε | να ακουμπιόμαστε | ||
β' πληθ. | ακουμπιέστε | ακουμπιόσαστε ακουμπιόσασταν |
θα ακουμπιέστε | να ακουμπιέστε | ακουμπιέστε | |
γ' πληθ. | ακουμπιούνται | ακουμπιόνταν(ε) ακουμπιούνταν ακουμπιόντουσαν |
θα ακουμπιούνται | να ακουμπιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ακουμπήθηκα | θα ακουμπηθώ | να ακουμπηθώ | ακουμπηθεί | ||
β' ενικ. | ακουμπήθηκες | θα ακουμπηθείς | να ακουμπηθείς | ακουμπήσου | ||
γ' ενικ. | ακουμπήθηκε | θα ακουμπηθεί | να ακουμπηθεί | |||
α' πληθ. | ακουμπηθήκαμε | θα ακουμπηθούμε | να ακουμπηθούμε | |||
β' πληθ. | ακουμπηθήκατε | θα ακουμπηθείτε | να ακουμπηθείτε | ακουμπηθείτε | ||
γ' πληθ. | ακουμπήθηκαν ακουμπηθήκαν(ε) |
θα ακουμπηθούν(ε) | να ακουμπηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ακουμπηθεί | είχα ακουμπηθεί | θα έχω ακουμπηθεί | να έχω ακουμπηθεί | ακουμπισμένος | |
β' ενικ. | έχεις ακουμπηθεί | είχες ακουμπηθεί | θα έχεις ακουμπηθεί | να έχεις ακουμπηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ακουμπηθεί | είχε ακουμπηθεί | θα έχει ακουμπηθεί | να έχει ακουμπηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ακουμπηθεί | είχαμε ακουμπηθεί | θα έχουμε ακουμπηθεί | να έχουμε ακουμπηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ακουμπηθεί | είχατε ακουμπηθεί | θα έχετε ακουμπηθεί | να έχετε ακουμπηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ακουμπηθεί | είχαν ακουμπηθεί | θα έχουν ακουμπηθεί | να έχουν ακουμπηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ακουμπάω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ἀκουμβίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ ακουμπω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ↑ ακουμπώ, -άω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «ακουμπώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.