Δύο χέρια ακουμπούν το ένα το άλλο.
 
Σκίτσο άντρα που ακουμπά πάνω σε ένα δέντρο.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακουμπάω < ακουμπ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀκουμπῶ (&ἀκουμπίζω, ἀκουμβίζω)[1] < πιθανόν ελληνιστική κοινή ἀκουμβέω[2] < λατινική accumbo [3][4] (=κατακλίνομαι) < accubo < ad + cubo < πρωτοϊταλική *kubāō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱewb-

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.kumˈba.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κου‐μπά‐ω

ακουμπάω, -άς.../ακουμπώ, αόρ.: ακούμπησα, παθ.φωνή: ακουμπιέμαι, π.αόρ.: ακουμπίστηκα, μτχ.π.π.: ακουμπισμένος/ακουμπημένος

  1. (μεταβατικό) αγγίζω κάτι ή κάποιον με το σώμα μου
    ⮡  Λέει ότι τον έσπρωξα, αλλά εγώ ίσα που τον ακούμπησα.
  2. (μεταβατικό) τοποθετώ κάτι σε μια σταθερή θέση
  3. (αμετάβατο) στηρίζομαι σε μια σταθερή επιφάνεια, γέρνω
    ⮡  Ζαλίστηκε και ακούμπησε στον τοίχο μέχρι να συνέλθει.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Σημείωση: μετοχή: ακουμπημένος. Και από το ακουμπίζω, ακουμπισμένος, τύπος που επικρατεί.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ἀκουμβίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. ακουμπω Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα]. 
  3. ακουμπώ, -άω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  4. «ακουμπώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.