ακουμπιέμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.kumˈbʝe.me/ & /a.kuˈbʝe.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κου‐μπιέ‐μαι
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαακουμπιέμαι
- παθητική φωνή του ρήματος ακουμπάω / ακουμπώ
- άλλες μορφές: ακουμπίζομαι