Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ακουμπισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ακουμπισμέν
ος
η
ακουμπισμέν
η
το
ακουμπισμέν
ο
γενική
του
ακουμπισμέν
ου
της
ακουμπισμέν
ης
του
ακουμπισμέν
ου
αιτιατική
τον
ακουμπισμέν
ο
την
ακουμπισμέν
η
το
ακουμπισμέν
ο
κλητική
ακουμπισμέν
ε
ακουμπισμέν
η
ακουμπισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ακουμπισμέν
οι
οι
ακουμπισμέν
ες
τα
ακουμπισμέν
α
γενική
των
ακουμπισμέν
ων
των
ακουμπισμέν
ων
των
ακουμπισμέν
ων
αιτιατική
τους
ακουμπισμέν
ους
τις
ακουμπισμέν
ες
τα
ακουμπισμέν
α
κλητική
ακουμπισμέν
οι
ακουμπισμέν
ες
ακουμπισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ακουμπισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ακουμπώ
Μετοχή
επεξεργασία
ακουμπισμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
ακουμπώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ακουμπισμένος
γαλλικά
:
appuyé
(fr)