lean
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | lean |
συγκριτικός | leaner |
υπερθετικός | leanest |
lean (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | lean |
γ΄ ενικό ενεστώτα | leans |
αόριστος | leaned |
παθητική μετοχή | leaned |
ενεργητική μετοχή | leaning |
lean (en)