Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός lean
συγκριτικός leaner
υπερθετικός leanest

lean (en)

  1. (για ανθρώπους) λεπτός, αδύνατος
  2. (για κρέας) άπαχος
  3. λιτός
ενεστώτας lean
γ΄ ενικό ενεστώτα leans
αόριστος leaned
παθητική μετοχή leaned
ενεργητική μετοχή leaning

lean (en)

  1. (αμετάβατο) γέρνω, σκύβω, γέρνω το σώμα προς τα εμπρός και κάτω
    ⮡  He leaned back in his chair.
    Έγειρε πίσω στην καρέκλα του.
    ⮡  Don’t lean out (of) the window!
    Μη γέρνεις έξω από το παράθυρο!
    ⮡  The trees leaned over in the wind.
    Τα δέντρα έγερναν από τον αέρα.
    ⮡  She leaned over the book and fell asleep.
    Έγειρε πάνω από το βιβλίο και αποκοιμήθηκε.
    ⮡  Don’t lean over the balcony, you will fall!
    Μη σκύβεις από το μπαλκόνι, θα πέσεις!
    ⮡  She leaned out the window to see better.
    Έσκυψε από το παράθυρο για να δει καλύτερα.
    ⮡  He leans over and says in my ear…
    Σκύβει και μου λέει στ' αυτί…
  2. (αμετάβατο) ακουμπάω, γέρνω, στηρίζομαι σε κάτι
    ⮡  She leaned on his arm.
    Ακούμπησε στο μπράτσο του.
    ⮡  He leaned against the window and looked out.
    Ακούμπησε στο παράθυρο και κοίταξε έξω.
    ⮡  Lean on me.
    Γείρε πάνω μου.
    ⮡  Don't lean on the doors!
    Μη στηρίζεστε πάνω στις πόρτες!
     συνώνυμα: recline
  3. (μεταβατικό) ακουμπάω, γέρνω, στηρίζω κάτι όρθιο ή πλαγιαστό, στο πλάι άλλου ή πάνω του
    ⮡  Did you lean the ladder against the wall?
    Ακούμπησες τη σκάλα στον τοίχο;
    ⮡  He leaned his head back and looked at me.
    Έγυρε πίσω το κεφάλι και με κοίταξε.
    ⮡  He leaned his elbows on the table.
    Στήριξε τους αγκώνες του στο τραπέζι.

Παράγωγα

επεξεργασία