lean
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | lean |
συγκριτικός | leaner |
υπερθετικός | leanest |
lean (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | lean |
γ΄ ενικό ενεστώτα | leans |
αόριστος | leaned |
παθητική μετοχή | leaned |
ενεργητική μετοχή | leaning |
lean (en)
- (αμετάβατο) γέρνω, σκύβω, γέρνω το σώμα προς τα εμπρός και κάτω
- ⮡ He leaned back in his chair.
- Έγειρε πίσω στην καρέκλα του.
- ⮡ Don’t lean out (of) the window!
- Μη γέρνεις έξω από το παράθυρο!
- ⮡ The trees leaned over in the wind.
- Τα δέντρα έγερναν από τον αέρα.
- ⮡ She leaned over the book and fell asleep.
- Έγειρε πάνω από το βιβλίο και αποκοιμήθηκε.
- ⮡ Don’t lean over the balcony, you will fall!
- Μη σκύβεις από το μπαλκόνι, θα πέσεις!
- ⮡ She leaned out the window to see better.
- Έσκυψε από το παράθυρο για να δει καλύτερα.
- ⮡ He leans over and says in my ear…
- Σκύβει και μου λέει στ' αυτί…
- ⮡ He leaned back in his chair.
- (αμετάβατο) ακουμπάω, γέρνω, στηρίζομαι σε κάτι
- (μεταβατικό) ακουμπάω, γέρνω, στηρίζω κάτι όρθιο ή πλαγιαστό, στο πλάι άλλου ή πάνω του
- ⮡ Did you lean the ladder against the wall?
- Ακούμπησες τη σκάλα στον τοίχο;
- ⮡ He leaned his head back and looked at me.
- Έγυρε πίσω το κεφάλι και με κοίταξε.
- ⮡ He leaned his elbows on the table.
- Στήριξε τους αγκώνες του στο τραπέζι.
- ⮡ Did you lean the ladder against the wall?