επακουμβώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επακουμβώ < μεσαιωνική ελληνική επακουμβίζω / επακουμπίζω < επί + ακουμβίζω / ακουμπίζω < ελληνιστική κοινή ἀκουμβίζω < λατινική accumbo < accubo < ad + cubo < πρωτοϊταλική *kubāō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱewb-
Ρήμα
επεξεργασίαεπακουμβώ
- (λόγιο) ακουμπώ κάτι χωρίς μεγάλες απώλειες ή ζημιές
- Αναλυτικά στην ανακοίνωση αναφέρεται ότι το τουρκικό πλοίο «προσέγγισε και επακούμβησε με την κανονιοφόρο "Αρματωλός", στη θαλάσσια περιοχή νοτιοανατολικά ν. Μυτιλήνης, εντός Εθνικής Χωρικής Θάλασσας, παραβιάζοντας το Διεθνή Κανονισμό Αποφυγής Σύγκρουσης στη Θάλασσα (ΔΚΑΣ).» (*)
Συγγενικά
επεξεργασία- επακούμβηση
- → δείτε τη λέξη ακουμπώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επακουμβώ | επακουμβούσα | θα επακουμβώ | να επακουμβώ | επακουμβώντας | |
β' ενικ. | επακουμβείς | επακουμβούσες | θα επακουμβείς | να επακουμβείς | (επακούμβει) | |
γ' ενικ. | επακουμβεί | επακουμβούσε | θα επακουμβεί | να επακουμβεί | ||
α' πληθ. | επακουμβούμε | επακουμβούσαμε | θα επακουμβούμε | να επακουμβούμε | ||
β' πληθ. | επακουμβείτε | επακουμβούσατε | θα επακουμβείτε | να επακουμβείτε | επακουμβείτε | |
γ' πληθ. | επακουμβούν(ε) | επακουμβούσαν(ε) | θα επακουμβούν(ε) | να επακουμβούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επακούμβησα | θα επακουμβήσω | να επακουμβήσω | επακουμβήσει | ||
β' ενικ. | επακούμβησες | θα επακουμβήσεις | να επακουμβήσεις | επακούμβησε | ||
γ' ενικ. | επακούμβησε | θα επακουμβήσει | να επακουμβήσει | |||
α' πληθ. | επακουμβήσαμε | θα επακουμβήσουμε | να επακουμβήσουμε | |||
β' πληθ. | επακουμβήσατε | θα επακουμβήσετε | να επακουμβήσετε | επακουμβήστε | ||
γ' πληθ. | επακούμβησαν επακουμβήσαν(ε) |
θα επακουμβήσουν(ε) | να επακουμβήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επακουμβήσει | είχα επακουμβήσει | θα έχω επακουμβήσει | να έχω επακουμβήσει | ||
β' ενικ. | έχεις επακουμβήσει | είχες επακουμβήσει | θα έχεις επακουμβήσει | να έχεις επακουμβήσει | ||
γ' ενικ. | έχει επακουμβήσει | είχε επακουμβήσει | θα έχει επακουμβήσει | να έχει επακουμβήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επακουμβήσει | είχαμε επακουμβήσει | θα έχουμε επακουμβήσει | να έχουμε επακουμβήσει | ||
β' πληθ. | έχετε επακουμβήσει | είχατε επακουμβήσει | θα έχετε επακουμβήσει | να έχετε επακουμβήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επακουμβήσει | είχαν επακουμβήσει | θα έχουν επακουμβήσει | να έχουν επακουμβήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία επακουμβώ
|