stand out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | stand out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stands out |
αόριστος | stood out |
παθητική μετοχή | stood out |
ενεργητική μετοχή | standing out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαstand out (en)
- (αμετάβατο) ξεχωρίζω, αναδεικνύομαι ως καλύτερος ανάμεσα σε όμοιούς μου
- ⮡ Based on the 2021 information, the group stands out, which in this interval achieved an increase in revenue of over 100%.
- Με βάση τα στοιχεία του 2021, ξεχωρίζει ο όμιλος που στο διάστημα αυτό πέτυχε αύξηση των εσόδων του πάνω από 100%.
- ≈ συνώνυμα: I am singled out, I am highlighted
- ⮡ Based on the 2021 information, the group stands out, which in this interval achieved an increase in revenue of over 100%.